- κατεδαπανῶντο
- καταδαπανάωsquanderimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδαπανώ — (AM καταδαπανῶ, άω) 1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.) 2. μέσ. καταδαπανώμαι, άομαι υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες… … Dictionary of Greek